παραγωγός — misleading masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράγωγος — η, ο / παράγωγος, ον, ΝΜΑ [παράγω] γραμμ. (ιδίως για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την προσθήκη παραγωγικής κατάληξης νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το παράγωγο i) χημ. ένωση η οποία προέρχεται από άλλη… … Dictionary of Greek
παραγωγός — ό / παραγωγός, όν, ΝΑ [παράγω] νεοελλ. 1. αυτός που παράγει κάτι, που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα προϊόν («χώρα παραγωγός αγροτικών προϊόντων») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η παραγωγός α) άτομο που εργάζεται στην παραγωγή, σε αντιδιαστολή… … Dictionary of Greek
παράγωγος — η, ο αυτός που παράγεται από άλλον: Υπάρχουν λέξεις πρωτότυπες και παράγωγες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγωγόν — παραγωγός misleading masc/fem acc sg παραγωγός misleading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγοῖς — παραγωγός misleading masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγοί — παραγωγός misleading masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγοῦ — παραγωγός misleading masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγούς — παραγωγός misleading masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγέ — παραγωγός misleading masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)